- πενιχρόφρων
- πενιχρό-φρων, arm an Geist
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πενιχρόφρων — ον, Μ 1. αυτός που είναι πενιχρός στον νου, που υστερεί διανοητικά 2. αυτός που σκέπτεται πενιχρά, δηλαδή ρηχά, επιφανειακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενιχρός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek